- χαμογελώ
- χαμογελώ και χαμογελάω χαμογέλασα, μειδιώ: Χαμογέλασε όταν άκουσε το ανέκδοτο αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαμογελώ — χαμογελάω / χαμογελώ, χαμογέλασα βλ. πίν. 68 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαμογελώ — άω, Ν συσπώ ελαφρώς τα χείλια μου προσδίδοντας ευχάριστη έκφραση στο πρόσωπό μου, μειδιώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χάμω (βλ. και λ. χαμ[αι] ) + γελώ] … Dictionary of Greek
αχνογελώ — χαμογελώ … Dictionary of Greek
ακνογελώ — χαμογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός σχηματισμός < ακνό (< οκνά) + γελώ πρβλ. χαμο γελώ, ακρο γελώ, αχνο γελώ, ψευτο γελώ, ψιλο γελώ, ψιμο γελώ κ.ά.] … Dictionary of Greek
ακρογελώ — χαμογελώ, γελώ κάπως, λίγο, αχνογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + γελώ] … Dictionary of Greek
αλαφρογελώ — χαμογελώ, γελώ αμυδρά, μισογελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + γελώ] … Dictionary of Greek
μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα … Dictionary of Greek
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
περισαίρω — Α χαμογελώ κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαίρω «τραβώ τα χείλη προς τα πίσω, χαμογελώ»] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia